- ζευκτήριος
- ία , ον способный ходить в упряжке, которого можно запрячь, годный для упряжки (о лошадях и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… … Dictionary of Greek
ζευκτήριον — ζευκτήριος fit for joining masc acc sg ζευκτήριος fit for joining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτήριε — ζευκτήριος fit for joining masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτηρίας — ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem acc pl ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτηρίαν — ζευκτηρίᾱν , ζευκτήριος fit for joining fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)